μουσκάρι

μουσκάρι
το см. μοσχάρι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μουσκάρι" в других словарях:

  • μουσκάρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …   Dictionary of Greek

  • μούσκαρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …   Dictionary of Greek

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …   Dictionary of Greek

  • μοσχάρι — και μοσκάρι, το (ΑΜ μοσχάριον, Μ και μοσχάρι και μοσχάριν και μουσχάρι και μουσχάριον και μοσκάρι και μουσκάρι) 1. νεογνό αγελάδας, μικρός μόσχος, μοσχαράκι 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) ο μόσχος νεοελλ. 1. μτφ. α) αφελής, κουτός («μην τού δίνεις και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»